βρεφοκομείο(ν)

βρεφοκομείο(ν)
το детский дом, приют

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βρεφοκομείο(ν)" в других словарях:

  • βρεφοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα για περίθαλψη βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρεφοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα για την περίθαλψη έκθετων βρεφών: Τα βρεφοκομεία είναι τα ιδρύματα στα οποία απευθύνονται εκείνοι που θέλουν να υιοθετήσουν παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοδόχος — ο 1. εκείνος που παραλαμβάνει το βρέφος 2. το θηλ. ως ουσ. θήκη, κούνια έξω από βρεφοκομείο όπου τοποθετούνται τα έκθετα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + δόχος < δέχομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Ζίννη] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοτροφείον — βρεφοτροφεῑον, το (Μ) [βρεφοτρόφος] βρεφοκομείο …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Δοξιάδης, Σπύρος — (Αθήνα 1917 – 1991). Γιατρός, συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε παιδιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκε στο βρεφοκομείο Αθηνών και στην αποστολή του Ερυθρού Σταυρού. Μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία όπου εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Κυδωνίες — I Η ελληνική ονομασία της μικρασιατικής πόλης Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalik, 34.500 κάτ. το 2000) στην επαρχία της Τουρκίας Μπαλικεσίρ, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. από αποίκους της Λέσβου. Έπειτα από επιτυχείς προσπάθειες… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 223 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 188 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»